- επίκληση
- η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ]έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.)μσν.κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάταιαρχ.1. παρατσούκλι, παρώνυμο, παρονομασία (α. «τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κίκλησκον», Ομ. Ιλ.β. «Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν», Ησίοδ.)2. επώνυμο, όνομα («οὐδὲ τοὔνομα τοῡτο ξύμπασά πω εἶχεν [η Ελλάς], ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος... οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη», Θουκ.)3. δυσφημητικός χαρακτηρισμός4. τίτλος («βασιλέα ἄξιον τῆς ἐπικλήσεως», Ιουλ.)5. έφεση στο δικαστήριο, και ιδίως έφεση στους δημάρχους τής Ρώμης6. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) ἐπίκλησινκατ’ όνομα, ονομαστικώς, κατά το φαινόμενο.
Dictionary of Greek. 2013.